-
1 ἀστεροπή
Grammatical information: f.Meaning: `lightning' (Il.).Other forms: στεροπή (Il.), ἀστραπή (Hdt.); στροπά ἀστραπή. Πάφιοι and στορπάν (cod. - τιάν) την ἀστραπήν H.; epithet of Zeus Στορπᾶος (Tegea). Note στροφαί. ἀστραπαίH.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Mostly taken as `star-eye' from ἀστήρ and ὀπ- (in ὄψ `eye', ὄψομαι) with -η ( ὀπή `opening'), what seemed confirmed by Arm. p` ayl-akn `lightning' (cf. p` ayl `gleam, splendour' and akn `eye') and areg-akn `sun' (from arew `sun' and akn), Meillet Handes Amsorya 41, 757ff., s. Idg. Jb. 13 VIII 98). - Diff. Winter Prothet. Vokal 35. - στεροπή cannot be explained in this way, nor ἀστραπη (for ἀστράπτω one would expect *ἀστρασσω, Chantr.) or στροφή. The word, therefore, must be a substr. word; after Kuiper, Fur. s. Beekes, MSS 48 (1987) 15-20.Page in Frisk: 1,170Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀστεροπή
См. также в других словарях:
κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… … Dictionary of Greek
στορπάν — Α (κατά τον Ησύχ.) «στορπάν τήν ἀστραπήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *ster (βλ. λ. άστρο) με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού r ως ορ στην αρκαδοκυπριακή διάλεκτο (πρβλ. στροπά και βροτός: μορτός)] … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek